κλαδευτήρα

κλαδευτήρα
η
μεγεθυντικό του κλαδευτήρι, μεγάλο κλαδευτήρι: Κλάδεψε όλα τα δέντρα με την κλαδευτήρα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλαδευτήρα — η 1. μεγάλο κλαδευτήρι 2. ονομασία τής ουράς τού αστερισμού τής Μεγάλης Άρκτου 3. ζωολ. το πετροχελίδονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδευτήρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α, κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • κλαδευτήρας — ο η κλαδευτήρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”